- κατεφισταμαι
- κατεφίσταμαικατ-εφίσταμαι(aor. 2 κατεπέστην) восставать, нападать
(τινι NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατεφίσταμαι — (Α) εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»] … Dictionary of Greek
κατεπέστη — κατεφίσταμαι rise up against plup ind act 1st sg (ionic) κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπέστησαν — κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)